- ὀντότης
- ὀντότηςrealityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀντότητα — ὀντότης reality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀντότητας — ὀντότης reality fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀντότητι — ὀντότης reality fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀντότητος — ὀντότης reality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οντότητα — η (ΑΜ ὀντότης) [ον, όντος] 1. η αφηρημένη έννοια τού όντος, ύπαρξη, υπόσταση, το είναι 2. πραγματικότητα, αλήθεια νεοελλ. 1. καθετί το οποίο αποτελεί την ουσία ενός πράγματος 2. (κατ επέκτ.) η ίδια η ουσία 3. το ίδιο το υπάρχον, η αυτοτελής… … Dictionary of Greek
ԳՈՅՈՒՄՆ — ( ) NBH 1 0571 Chronological Sequence: 8c գ. ὁντότης entitas Գոյաւորութիւն, կամ գոյացութիւն անեղ, որպէս պատճառ լինելութեան եղականաց. *Որ էն՝ սկիզբն եւ չափ յաւիտենից, եւ ժամանակաց գոյումն, եւ յաւիտեան էիցս. Դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)